- ενάρετος
- -η, -οεπίρρ. -α1. που έχει αρετές, ηθικός, τίμιος.2. (για πράξεις), που γίνεται με αρετή, που φανερώνει ύπαρξη αρετής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐνάρετος — virtuous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενάρετος — η, ο (AM ἐνάρετος, η, ο ν) αυτός που ζει ή γίνεται με αρετή, χρηστός, ηθικός («ἔνδοξον καὶ ἐνάρετον ἀρχήν», Ηρωδιαν.) αρχ. 1. γενναίος, ανδρείος 2. παραγωγικός, εύφορος. επίρρ... εναρέτως, α 1. με τρόπο ενάρετο, χρηστώς, ηθικώς 2. γενναίως,… … Dictionary of Greek
ἐναρέτως — ἐνάρετος virtuous adverbial ἐνάρετος virtuous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρετον — ἐνάρετος virtuous masc/fem acc sg ἐνάρετος virtuous neut nom/voc/acc sg ἐναίρω slay aor imperat act 2nd dual (epic) ἐναίρω slay aor ind act 2nd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρέτοις — ἐνάρετος virtuous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρέτου — ἐνάρετος virtuous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρέτους — ἐνάρετος virtuous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρέτων — ἐνάρετος virtuous masc/fem/neut gen pl ἐναίρω slay aor imperat act 3rd pl (epic) ἐναίρω slay aor imperat act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρέτῳ — ἐνάρετος virtuous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάρετα — ἐνάρετος virtuous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)